- νεόπιστος
- νεόπιστος, -ον (Α)αυτός που πρόσφατα έγινε χριστιανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
ՆՈՐԱՀԱՒԱՏ — (ի, ից.) NBH 2 0443 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա. νεόπιστος, νεοπειθής, νεοκατήχητος nuper ad fidem veniens, recens institutus. Նորոգ եկեալ ʼի սուրբ հաւատս. նորադարձ. նորատունկ. մատաղատունկ. *Մատաղատունկ աստ ո՛չ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)